ἀγνάντιˬωμα (I)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνάντιˬωμα (I)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγνάντιˬωμα τό, (I) ἀμάρτ. ἀχνιˬάγκιˬωμα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἐναντίωμα. Τὸ ἀχνιˬάγκιˬωμα ἐκ τοῦ *ἀγνάντιˬωμα. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ μὲν γν εἰς χν πβ. ἁγνὸς-ἁχνός, τοῦ δὲ ντ εἰς γκ πβ. ἀρχοντιˬὰ- ἀρχογκιˬά, δόντιˬα- δόγκιˬα. Ἰδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 9.

Σημασιολογία

Τόπος οἱονεὶ ἐναντιούμενος τῷ ἀνέμῳ, ἐμποδίζων τὸν ἄνεμον καὶ τὸ ψῦχος, ὑπήνεμος καὶ ἀλεεινός: Ἔλα νὰ σταθοῦμεν ᾿δὰ ᾿μαὶ πὸ ἔν᾿ ἀχνιˬάγκιˬωμαν (…ἐδῶ χαμαί, ὅπου εἶναι τὸ μέρος ὑπήνεμον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/