ἀδάγκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδάγκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδάγκωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀδάγκουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀδάgωτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀδάκωτος Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἀδάκουτους Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δαγκωτὸς<δαγκώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ δηχθείς, ἄδηκτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.): Ψωμὶ ἀδάγκωτο σύνηθ. Τού ’βρα ἀδάγκουτου τοὺ ψουμὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἕναν ἀδάκωτο μῆλο ᾿κ᾽ ἐπέλεκε (δὲν ἄφησε) Κοτύωρ. Συνών. ἀδάγκαστος 1, ἄδακνος. 2) Ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ ἀσθενείας τινὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πέρασαν γρίππις, πέρασαν οὕλις οἱ ἀστένειις, ἰγὼ ἔμ’να ἀδάγκουτους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/