ἀδάκρυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδάκρυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδάκρυτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) ἀδκρτος Πόντ. (Οἰν.) ἀδάκρυτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀδάκρυστος Κρήτ. Πόντ. (Ἀμισ.) ἀδκρυστος Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀδκρστος Πόντ. (Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδάκρυτος. Ὁ τύπ. ἀδάκρυστος ἐκ τοῦ ρ. δακρύζω.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. ὁ μὴ δακρύων ἤ ὁ μὴ δακρύσας Κρήτ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ἀδκρυστα εἶν᾽ τ᾿ ὀμμάτ ᾿τ᾿ Τραπ. Ἀδκρστος ἔν᾿ Χαλδ. β) Ὁ σκληρὸς τὴν καρδίαν Πόντ. (Χαλδ.) 2) Παθ. ὁ μὴ κλαυθείς, ὁ μὴ θρηνηθείς, ἐπὶ ἀνθρώπου Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.): Ἀδάκρυτος ἔρθεν κ᾿ ἐπέρασεν Κερασ. β) ᾿Εκεῖνος, δι’ ὃν ἢ περὶ οὗ δὲν ἐχύθησαν δάκρυα, ἐπὶ καταστάσεων Πόντ. (Κερασ.): Ἀΐκον ἀδάκρυτον θάνατον πα ᾿κ᾿ εἶδα (τοιοῦτον θάνατον, δι’ ὃν δὲν ἐχύθη δάκρυ, δὲν εἶδον ἀκόμη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/