ἁγνρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγνρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγνρις ἐπίθ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. κ.ἀ.) ἁγνέρις Πόντ. (Ἀμισ.) ἁγνρτς Πόντ. (Χαλδ.) Οὐδ. ἁγνέριˬο Πόντ. (Ἀμισ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁγνός.
Σημασιολογία
1)Δόκιμος, ἀξιόλογος, σπουδαῖος, θαυμάσιος, σπάνιος, ἐκλεκτὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Φαεῖν ἁγνρ᾿ Χαλδ. Ἤντν ἁγνρ᾿κα εἶναι ᾿ς σὸ παζάρ᾿ κοβαλεῖ (ὁ,τιδήποτε ἀσύνηθες εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀγοράν, φέρει) Κοτύωρ. 2)Παράδοξος, περίεργος, παράξενος, ἀσυνήθης ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγνρις μο͜ιάζεις ἐσὺ Οἰν. Ἀκόμη τὸ ἁγνέριˬο, τὸ καρυδίου δέντρο, σὰν ἦρτε καιρός, ἔφερε καὶ πολλὰ καρύδιˬα (τὸ ἔτι θαυμαστότερον, παραδοξότερον…) Ἀμισ. Ἂν τὸ δικό σου ἔνι ἀσ᾿ σὸ δικό μου καλὸ καὶ ἁγνέρι, ἐγὼ νά ᾿νω σκλάβος σου (ἐάν τὸ ἰδικόν σου, ἐνν. παραμύθι, εἶναι καλύτερον καὶ περιεργότερον ἀπὸ τὸ ἰδικόν μου, ἐγὼ νὰ γίνω σκλάβος σου) αὐτόθ. Εὗρε ἕναν μύθ᾿ κιˬ ἁγνρ᾿ dεΐ οὕλτς δεξίζ᾿ (εὗρεν ἓν μύδιον καὶ ὥς τι παράξενον δεικνύει εἰς ὅλους. Ἐκ παραμυθ.) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA