ἀδάμαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδάμαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδάμαστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Κάλυμν. Νάξ. Χίος ἀδάμαστους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀδάμαστρους Θεσσ. ᾿δάμαστο Ἀπουλ. (Καλημ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδάμαστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δαμαζόμενος ἢ ὁ μὴ δαμασθεὶς λόγ. σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ): Ποίημ. Καὶ σὰν τ’ ἀδάμαστο ἄλογο ποῦ σπάει τὸ χαλινάρι ΚΠαλαμ Ἀσάλ. ζωὴ2 133. 2) Εῦσωμος, ἐπὶ ἀνθρώπου Νάξ. Συνών. καλοκαμωμένος. 3) Ὁ μὴ ρικνωθείς, ἐπὶ καρποῦ ἐλαιῶν χρησιμοποιουμένων πρὸς κατασκευὴν τσακιστῶν ἐλαιῶν Κάλυμν.: Ἀδάμαστες ἐλα͜ιές. 4) Ὁ ἀνακοχλάζων, ἐπὶ οἴνου εὑρισκομένου ἐν καταστάσει ζυμώσεως Θρᾴκ. (Αἶν.) 5) Ὁ μὴ εἰσέτι πατηθείς, ὁ μὴ χωνευθείς, ἐπὶ κόπρου Χίος: Ἀδάμαστη κοπριά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA