ἀγναφοπέτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγναφοπέτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγναφοπέτσι τό, Κρήτ. ἀγναφόπετσο Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγναφος καὶ τοῦ οὐσ. πετσί.

Σημασιολογία

1)Δέρμα βουβάλου ἀτελῶς κατειργασμένον χρησιμοποιούμενον διὰ καττύματα τῶν ὑποδημάτων κατὰ τὸ θέρος μόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γναμμένο: Ἀγόρασα ἀγναφόπετσο κ᾿ ἴσαξα τὰ στιβάνιˬα μου. 2)Μεταφ. ἄνθρωπος ἀγροῖκος. Συνών. πέτσακας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/