ἀδασκάλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδασκάλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδασκάλευτος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. –ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 114 ἀδασκάλιφτους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δασκαλευτὸς<δασκαλεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τυχὼν διδαχῆς, ἀδίδακτος Ἤπ. –ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Πῶς ἀδασκάλευτος ἐσύ, κ᾿ ἔχεις γιὰ πάντα γνῶσι; (πρὸς τὸν Χριστὸν) ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀδκευος 1. 2) Ὁ μὴ καθοδηγηθείς, ὁ μὴ δασκαλευθεὶς εἰς τὰ τοῦ κόσμου, ὁ ἄπειρος Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Αὐτὸς εἶναι ἀκόμη ἀδασκάλευτος. Συνών. ἀδκευτος 2. 3) Ἀπροστάτευτος, χωρὶς κηδεμόνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀδασκάλευτό ’ναι εὐτὸ τὸ παιδί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA