ἀγνέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγνέα ἡ, Ἤπ. (Χιμάρ.) ἀγνεˬὰ Κύπρ. – ΚΘεοτόκ. Γεωργ. Βιργ. 48.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγνος.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἄγνος, ὃ ἰδ.: Ποίημ. Καὶ πρῶτα δένε ὁλόγυρα ᾿ς τὸ σνίχι τους κουλοῦρες ντωτὲς ἀπὸ λε͜ιανὴν ἀγνεˬὰ ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/