ἀγνικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγνικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγνικὰ τά, Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύπρ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀγνικὸς μετὰ περιληπτικῆς σημ. Πβ. ἀσημικά, χρυσαφικὰ κττ. Ἰδ. καὶ ἀγνός.
Σημασιολογία
Τὰ ἄνευ ἀκάνθης, αἵματος καὶ λεπῶν μαλακόστρακα, τὰ μαλάκια, οἷον σηπίαι, πολύποδες, τευθῖδες κττ. Πβ. ἀγανός. Συνών. ἀγνὰ (ἰδ. ἀγνὸς 2).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA