ἀγριμοκόκκαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριμοκόκκαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριμοκόκκαλο τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀγρίμι καὶ κόκκαλο.
Σημασιολογία
Ὀστοῦν αἰγάγρου, τὸ ὁποῖον, ἀφ’ οὗ σχισθῇ ὑπὸ τοῦ ποιμένος ὁ μηρὸς ζῴου τινὸς ἐκ τοῦ ποιμνίου, ἐμβάλλεται ἐν αὐτῷ καὶ ἐνράπτεται πρὸς τὸν σκοπὸν ὅπως τὸ ζῷον τοῦτο, τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ χρησιμεύῃ ὡς ὁδηγὸς τοῦ ποιμνίου, ἀποκτήσῃ κατὰ τὴν δοξασίαν τῶν ποιμένων τὴν μαγικὴν δύναμιν νὰ κάμνῃ τὰ ἀκολουθοῦντα αὐτῷ ζῷα «ἄγρια σὰν ἀγρίμι» καὶ ἀδυνατῇ ὁ κλέπτης νὰ συλλαμβάνῃ αὐτά. Πβ. καὶ περδικοκόκκαλο, σκυλλοκόκκαλο, χοιροκόκκαλο, ψαροκόκκαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA