ἀγριμολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριμολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγριμολογῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριμολόγος.

Σημασιολογία

Θηρεύω αἰγάγρους: ᾎσμ. κυνήγα καὶ λαγώνευγεν ὁ νεˬὸς κιˬ ἀγριμολόγα (λαγώνευγεν=ἐθήρευε λαγούς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/