ἀβράμυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβράμυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

ἀβράμυλο τό, βράβυλο Λεξ. Αἰν. γράβ᾿λον Ἤπ. (Πωγών.) δράβυλο Κρήτ. ἀβράμυλο Δαρδαν. Ἤπ. Θρᾴκ. κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. βράβυλον) Περίδ. Βυζ. ἀβράμ᾿λο Θρᾴκ. (Γέν.) ἀβράμ᾿λου Ἤπ. Μακεδ. ἀβρόμυλον Κύπρ. ἀβράμπουλο Προπ. (Κύζ.) ἀγράμπουλον Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βράβυλον. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ β εἰς μ κατ᾿ ἀνομ. Πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 285. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ καρπὸς τῆς ἀβραμυλεˬᾶς ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. φρ. Ἀγράμπουλον κοκκύμελον (ἐπὶ τοῦ στυγνοῦ τὴν ὄψιν. Μεταφ. ἐκ τῆς δριμύτητος τοῦ καρποῦ) Κερασ. Συνών. βραβύλι, βραβουλίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/