ἀγριοαρακᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοαρακᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριοαρακᾶς ὁ, Κύθν. Μῆλ. ἀγριαρακᾶς Ἰων. (Κρήν.) ἀγριοάραχο τό, Αἴγιν. ἀγριόραχο Αἴγιν ἀγριάχυρο Αἴγιν. ἀρκάχερον Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ἀρακᾶς.

Σημασιολογία

Εἴδη τοῦ φυτοῦ βίκου (vicia) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae), κτηνοτροφικὰ (πβ. ΠΓεννάδ. 197). 1) Βίκος ὁ δασύκαρπος (vicia dasycarpa) Κύθν. Μῆλ. Συνών. ἀρακᾶς, σκοτισμάρα. 2) Βίκος ὁ Σιβδόρπειος (vicio Sibthorpii) Κύθν. Συνών. ἀγριόβικος, ἀγριόρροβη. 3) Βίκος ὁ στενόφυλλος (vicia angustifolia) Αἴγιν. Συνών. ἀγριοκούκκι. 4) Βίκος ὁ λεπτόφυλλος (vicia tenuifolia), ἄγριον ἢ καλλιεργούμενον ὡς κτηνοτροφικὸν Αἴγιν. Συνών. ἄχυρο μαῦρο (ἰδ. ἄχυρο).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/