ἀβρεξιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβρεξιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβρεξιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀβρεξία Πόντ. (Τραπ.) ἀβριξιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀναβρεξιˬὰ Κεφαλλ. ἀναβρεξὰ Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἄβρεχτος. Πβ. ἀ- στερητ. 1 β.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις βροχῆς, ἀνομβρία ἔνθα᾿ ἀν.: Ἀσ᾿ σὴν ἀβρεξίαν ἐκάαν τὰ χορτάρ (ἀπὸ τὴν ἀνομβρίαν ἐκάησαν τὰ χόρτα) Τραπ.|| Παροιμ. ᾿Σ τὴν ἀναβρεξιˬὰ καλό ᾿ν᾿ καὶ τὸ χαλάζι (ὅτι ἐν ἐλλείψει καλυτέρου πρέπει νὰ ἀρκῆται τις καὶ εἰς τὸ πενιχρὸν καὶ μικροῦ λόγου ἄξιον) Κεφαλλ. Συνών. ἀβροχιˬά, ἀβροχίλα, ἀνεριˬά, ἀνομπριˬά, ἀνυδριˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA