ἀγριοβάλανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοβάλανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιάστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοβάλανο τό, ἀμάρτ. ἀγριοβέλανο ἀγν. Τόπ. ἀgροβέλανο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρgουβέλανου Καλαβρ. (Καρδ.) ἀρκουβέλανο Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. βαλάνι.
Σημασιολογία
1) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγριοβαλανιδεˬᾶς ἔνθ’ άν. 2) Ἡ ἀγρία βαλανιδεˬὰ Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA