ἀβρόμευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβρόμευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβρόμευτος ἐπίθ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βρομεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ρυπανθείς, ὁ μὴ λερωθεὶς ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ κορίτσι αὐτὸ εἶναι ἀβρόμευτο, γιˬατὶ βρομεύτηκες ἐσύ; Κεφαλλ. Εἶν᾿ ἀβρόμευτο τὸ παιδὶ Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA