ἀβρόμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβρόμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβρόμιστος ἐπίθ. Κυκλ. (Σῦρ. κ.ἀ.) -Λεξ. Περίδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βρομίζω παρὰ τὸ βρομῶ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βρομήσας, ὁ μὴ ἀποκτήσας δυσοσμίαν δι᾿ ὀργανικῆς ἀποσυνθέσεως Κυκλ. (Σῦρ. κ.ἀ.) -Λεξ. Περίδ.: Ψάρι ἄβρόμιστο Περίδ. 2)Ὁ μὴ ρυπαρός, ὁ καθαρὸς Σῦρ.: Ἀβρόμιστος ἄνθρωπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA