ἀβρόντητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβρόντητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβρόντητος ἐπίθ. Κυκλ. (Πάρ. κ.ἀ.) ἀβρόντιγος Πελοπν. (Σουδεν.) ἀβρόντ᾿γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βροντᾶ.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ ταρασσόμενος ὑπὸ κρότων Πελοπν. (Σουδεν.): Ἐφέτο περάσαμε Λαμπρὴ ἀβρόντιγη (ἄνευ τῶν συνήθων πυροβολισμῶν). β)Ὁ μὴ ταρασσόμενος ὑπὸ φωνῶν, ἀτάραχος, ἥσυχος Κυκλ. (Πάρ.): Φρ. Κάθεται ἀβρόντιγος, ἀσάλευτος! (ἐπὶ ἀνθρώπου οὐδόλως συγκινουμένου ἐκ λόγων καὶ ἐπιπλήξεων, ἀλλὰ μένοντος τελείως ἀπαθοῦς). 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ παράγων κρότον, ὁ μὴ βροντῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.) :Νταού᾿ ἀβρόντ᾿γου (νταού᾿=τύμπανον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA