ἀγριοβόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοβόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοβόρι τό, ἀγριοβόριν Πόντ. (Οἰν.) ἀγριοβόρι Κρήτ. -ΧΧριστοβασ. Ἀγάπ. 2,13.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριοβορεάς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγριοκαίρι ἐκ τοῦ ἀγριόκαιρος.
Σημασιολογία
Σφοδρὸς βόρειος ἄνεμος: Ποίημ. Καὶ τραύαγε καὶ τραύαγε κιˬ ὅλο μπροστὰ τραυοῦσε σὰ σίφουνας τρομαχτικός, σὰν ἀγριοβόρι μαῦρο ΧΧριστοβασ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA