ἀγορασιμα͜ιὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγορασιμα͜ιὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγορασιμα͜ιὸς ἐπίθ. Κρήτ. Κύπρ. ἀγουρασιμα͜ιὸς Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀγορασιμαῖος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. βαφτισιμα͜ιὸς κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 240 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὁ ἐξ ἀγορᾶς προελθών, ὁ ἠγορασμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐκ κληρονομίας ἢ ἄλλως προερχόμενα ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ πράματά της δὲν ἔν᾿ ἀγορασιμα͜ιὰ Κύπρ. Ἄρχισι οὑ καθένας νὰ διηγᾶτι τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀγουρασιμα͜ιοῦ τ᾿ Σάμ. Δὲν εἶνι κλιψιμα͜ιό, εἶνι ἀγουρασιμα͜ιὸ αὐτόθ. Αὐτὰ εἶνι κλιψιμα͜͜ιά, γιˬ᾿ αὐτὸ δὲν πηαίν᾿νι τ᾿ καλοῦ, δὲν εἶν᾿ ἀγουρασιμα͜ιά, δὲν εἶν᾿ ἀποὺ κληρουνουμιˬὰ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/