ἀγριοβούνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοβούνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοβούνι τό, ἀμάρτ. ἀγριοούνι Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. βουνί.

Σημασιολογία

Ἄγριον βουνὸν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Μαῦρο πουλλάκι κάεται ’ς τῆς Κάσος τ’ ἀγριοούνι, βγάλ-λει φωνίσ-σα θλιερὴ καὶ μαῦρο μοιριˬολόι (κάεται=κάθηται, φωνίσ-σα=φωνίτσα, θλιερὴ=θλιβερὴ) Κάσ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριουβού’ Στερελλ. (Ἀκαρναν.), Ἀγροβούνι ἀγν. τόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/