ἀγορασμάτιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγορασμάτιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγορασμάτιν τό, Πόντ.(Κερασ. κ.ἀ.) ἀγορασμάτ᾿ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγόρασμα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. πούλεμαν- πουλεμάτιν κττ.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἐξ ἀγορᾶς προελθόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐκ δωρεᾶς ἢ ἄλλως προερχόμενα. 2)Τὸ ἄξιον φειδοῦς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA