ἀγριόγαττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόγαττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριόγαττα ἡ, σύνηθ. ἀγριόκαττα πολλαχ. ἀγριόκατθα Νίσυρ. ἀγριόκατσα Πελοπν. (Λακων) ἀγρόκαττα Καππ. (Ἀραβάν.) ἀγροκάττα Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγριόγαττος ὁ, σύνηθ. ἀγριόγαττους βόρ. ἰδ. ἀγριόκαττος πολλαχ. ἀgριγιˬόκαττος Κρήτ. ἀγριόκατθος Νίσυρ. ἀγρόκαττος Πόντ. (Τραπ.) ἀρκόκαττος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. γάττα, παρ’ ὃ καὶ γάττος. Τὸ ἀγριόκαττα καὶ παρὰ Σομ., τὸ δὲ ἀγριόκαττος ἐν τῷ Ἐρωτοκρ. Β στ. 338 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
1) Ὁ τῶν ἀρχαίων αἴλουρος, γάττα ἡ ἀγρία (felix catus) τῆς τάξεως τῶν αἰλουροειδῶν (felinei) σύνηθ.: Ρίχνιτι ἀπάν’ σὰν ἀγριόγαττους (ρίχνιτι=ἐπιτίθεται) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τί με τ’ρᾷς σὰν ἀγριόγαττους; (διατί με βλέπεις κτλ.) αὐτόθ. Σὰν ἀγριόκατθος εἶναι νὁ ἄθ-θρωπος, ἅμα θυμώσῃ Νίσυρ. || Φρ. Ἐθαρεῖς ἀγροκάττα εἶσαι! (συνών. φρ. σωστὴ ἀγριόκαττα εἶσαι! Λέγεται πρὸς τοὺς ἀπροσίτους καὶ εὐκόλως ὀργιζομένους) Τραπ. Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου δειλοῦ καὶ ἀκοινωνήτου πολλαχ. β) Γαλῆ ἡ κοινὴ ἡ ἀγριώτερον χαρακτῆρα ἔχουσα ἢ ἡ μεγαλόσωμος Σύμ. 2) Ὁ θὼς Λεξ. Γαζ. (λ. θώς). Συνών. τσακάλι. 3) Παιδιά τις Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA