ἀγορεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγορεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγορεύω Χίος.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀγορεύω.
Σημασιολογία
Ὁμιλῶ, συνομιλῶ, λαλῶ:᾿Ὲν εἶχα τὸν νοῦν μου ν᾿ ἀκούσω εἶντά ᾿λεγεν ὁ δεῖνα, γιˬατὶ ἀγόρευα. Πβ. Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμηρ. «ἀγορεύειν· κυρίως μὲν ἐν ἐκκλησίᾳ λέγειν, καταχρηστικῶς δὲ ψιλῶς τὸ λέγειν» καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. «ἀγορεύειν…καταχρηστικῶς καὶ ἁπλῶς λέγειν». Πβ. ἀναγορεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA