ἀβροχίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβροχίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβροχίλα ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀβροχιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα. Πβ. ξεραΐλα.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις βροχῆς, ἀνομβρία: Ἡ βρύσι στέρφεψε ἀπὸ τὴν ἀβροχίλα. Τί ἀβροχίλα φέτο, ξεράθηκαν τὰ γεννήματα! Συνών. ἰδ. έν λ. ἀβρεξιˬά
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA