ἀγοραστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγοραστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγοραστικὸς ἐπίθ. Ἰων. (Καράμπ.) Πόντ. (Τραπ.) ἀοραστικὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγοραστικός.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐξ ἀγορᾶς προερχόμενος, πᾶν ὅ,τι ἀγοράζεται κατ᾿ ἀντιδιαστολὴν πρὸς ὅ,τι κατασκευάζεται ἢ λαμβάνει ὑπόστασιν ἐν τῷ οἴκῳ ἔνθ᾿ ἀν.: Βελέτζες ἀγοραστικὲς (δῆλον ὅτι τοῦ ἐμπορίου) Καράμπ. Τούτη ἡ φοράα ἔν᾿ γεˬώρκιν μου, ᾿ὲν ἔν᾿ ἀοραστική μου (εἶναι οἰκογενής, δὲν εἶναι ἠγορασμένη) Κύπρ. Παρὰ Πλάτων Σοφιστ. 223c ἀντιδιαστέλλεται τοῦ δωρητικός: «τῆς…ἀλλακτικῆς δύο εἴδη λέγωμεν, τὸ μὲν δωρητικόν, τὸ δὲ ἕτερον ἀγοραστικόν» (δι᾿ οὗ δηλοῦται πᾶν τὸ ἀναφερόμενον εἴς τε τὴν ὠνὴν καὶ τὴν πρᾶσιν). 2)Τὸ οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., πράγματα ἀγοραζόμενα Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.):Ὅλα τ᾿ ἀγοραστικὰ ἀκριβὰ εἶν᾿ Τραπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/