ἀβρωνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβρωνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβρωνιˬὰ ἡ, βρουνιˬὰ Ἀθῆν. Κρήτ. Λέρ. Λέσβ. Πελοπν. Τῆν. -Λεξ. Γαζ. (λ. βρυωνία) Περίδ. Αἰν. Βυζ. ἀβρωνιˬὰ Ἄνδρ. Κρήτ. (Βιάνν. Μονοφάτσ. κ.ἀ.) Νάξ. (Βόθρ. Κορων. κ.ἀ.) Ρόδ. Σέριφ. Σύμ. Τῆν. Χίος. κ.ἀ. ἀβρουνιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Ἰων. (Μαγνησ.) Λέρ. Σάμ. Τῆν. –Λεξ. Γαζ. (λ. βρυωνία) ἀβουρνιˬὰ Πάρ. ἀβρυνιˬὰ Ἰων. (Μαγνησ.) ἀβρυνέα Κύθηρ. ἀβρωνὲ Δ. Κρήτ. ὀβρυνιˬὰ Μακεδ. (Θεσσαλον.) σβυρνιˬὰ Λέσβ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βρυωνία. Εἰς τὸν τύπ. σβυρνιˬὰ τὸ σ προῆλθεν ἐκ συνεκφ. τοῦ ἄρθρ. τοίς. Πβ. ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant-Neugr. Jahrb. 5 (1928) 426. Ὁ τύπ. ἀβρυνέα κατὰ τὰ πολλὰ εἰς –έα δηλωτικὰ φυτῶν.

Σημασιολογία

1)Τὸ φυτὸν βρυωνία ἡ κοινὴ (tamus communis), ἧς ποικιλία βρυωνία ἡ Κρητικὴ (tamus Cretica), τῆς τάξεως τῶν διοσκοριδωδῶν (dioscoridaceae) (ΠΓεννάδ. 215), ὅμοιον πρὸς κλῆμα ἢ περιπλοκάδα, τοῦ ὁποίου οἱ ἐδώδιμοι βλαστοὶ ἐμπλέκονται εἰς τοὺς παρακειμένους θάμνους (Διοσκορ. 4,181) σύνηθ. 2)Τὸ φυτὸν σμῖλαξ ἡ τραχεῖα (smilax aspera) Κρήτ. Πελοπν. Συνών. ἀρκοβάτος. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/