ἀγούδουρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγούδουρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγούδουρας ὁ, Ἀμοργ. Ἴμβρ. Κρήτ. (Βιάνν. Μύρθ. κ.ἀ.) Κύθν. Κῶς Νάξ. (Δαμαρ. Φιλότ.) Πάρ. Σάμ. Σίκιν. Σίφν. Σῦρ. ἀούδουρας Νάξ. Πάρ. ἀγούγδιˬουρας Λέσβ. ἀγούθουρας Ἀττικ. Κύθν. Σῦρ. ἀγούλουρας Σάμ. ἀβούλουρας Σάμ. ἀγούδουρος Κρήτ. (Μονοφάτσ.) ἀγούδαρος Θήρ. Κρήτ. ἀγουίδαρος Λέσβ. ἀgούδαρος Κρήτ. ἀγούδουρος Θήρ. ἀσγουδοῦρος Τῆν. ἀγ᾿δέρος Λεῦκ. (Πάρ.) ἀγούριδας Σέριφ. ἀγούδερος Πελοπν. (Τρίικκ. Κλουτσινοχ. Σουδεν.) ὄγδουρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀγουθούρα ἡ, Θρᾴκ. (Αἶν.) Λῆμν.- Λεξ. Βερ. 148 ᾿γουθούρα- Λεξ. Βερ. 148 ἀγουβούρα Θεσσ. ἀρκουδούρα Θεσσ. ἀγούδουρο τό, Κρήτ. ᾿γούδουρο Πελοπν. (Κυνουρ.) Τῆλ. Χίος ἀγούδαρο Κρήτ. ἀγούζαρο Κρήτ. ᾿γούδερο Πελοπν. (Βούρβουρ.) Πληθ. ἀγούροι Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Ὁ τύπ. ἀγούροι ἐκ τοῦ ἀγου(δ)οὐροοι, ὁ δὲ ὄγδουρος ἐκ τοῦ πληθ. ἀγδούροι ἢ ὀγουδούροι.
Σημασιολογία
I)Φυτὸν ποῶδες, πολυετές, φρυγανοειδές, πολύκλαδον, λεπτόκλαδον καὶ μικρόφυλλον, ὑπερικὸν τὸ οὗλον (hypericum crispum) τοῦ γένους τοῦ ὑπερικοῦ τῆς τάξεως τῶν ὑπερικωδῶν (hypericaceae). Χαρακτηρίζεται ὡς χόρτον βλαπτικὸν τῶν βοσκημάτων («σὰν τὸ φάνε τὰ πρόβατα μουρμουλιάζονται», ἤτοι γδέρνονται τὰ χείλη των Ἀμοργ.), δηλητηριῶδες καὶ θανάσιμον διὰ τὰ ζῷα, ἰαματικόν, τοῦ ὁποίου τὸ ἀφέψημα χρησιμεύει πρὸς θεραπείαν τοῦ ἰκτέρου, χρήσιμον διὰ τὴν κλάδωσιν τοῦ μεταξοσκώληκος. Πρὸς τούτοις χρησιμοποιεῖται ὡς ὑπόστρωμα πρὸς ξήρανσιν σύκων, σταφυλῶν κττ. ᾿ς τοὶς ἁπλωταρεˬές, ὁμοίως εἰς τὸ δοχεῖον, ὅπου ἀποθηκεύονται τὰ ξηρὰ σῦκα, ὡς ἐπίστρωμα τοῦ ἐν τῷ σιρῷ, ἤτοι τοῦ ἐν τῷ βόθρῳ, σίτου καὶ ὡς σάρωθρον εἰς τὰ σταφιδάλωνα ἔνθ᾿ ἀν.: Φρ. Ἐφάνη ὁ ἀγούδουρας (ἐγγίζει ἡ ἐξάντλησις των, ὀλίγα ὑπολείπονται. Μεταφ. ἐπὶ χρημάτων ἢ περιουσίας, ὅταν ἡ ἐξάντλησις των ἐπίκειται) Σίφν. Τρέχει σὰν τὸν ἀούδουρα (ἐπὶ ταχείας κινήσεως διὰ τὴν κουφότητα τοῦ φυτοῦ, τὸ ὁποῖον ξηραινόμενον παρασύρεται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου εὐκόλῶς) Νάξ. Τρέχει- πάει σὰν ἀγούδουρας ἢ πηγαίνει ἀγούδουρας (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Σὰν τὸν ἀγούδουρο πέρασε καὶ πάει Μονοφάτσ. Ἁρπᾷ τὰ σιδερικά του καὶ σὰν τὸν ἀούδουρα τρέχει ᾿ς τὸ παλάτι Νάξ. || Παροιμ. Ἠν-νοίξα κ᾿ οἱ ἀγούροι (ἐπὶ ἐμφανίσεως κοινῶν ἀνθρώπων ὡς δῆθεν σπουδαίων. Συνών. φρ. ἄνθισαν τὰ παλα͜ιοχόρταρα) Κάλυμν. Ἰδ. ΠΓεννάδ. 986. II)Ἔντομον παρασιτικὸν τῶν προβάτων Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA