ἀβτζῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβτζῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀβτζῆς ὁ, Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. κ.ἀ.) Κρήτ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. Σάμ. Στερελλ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀβτῆς Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβζῆς Μεγίστ. Σῦρ. ἀβιτζῆς Ἀμοργ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Πελοπν. (Βασαρ.) κ.ἀ. ἀβιζ-ζῆς Χίος (Καρδάμ.) ἀγουτζῆς Κρήτ. Θηλ. ἀβτζήδ᾿σσα Λέσβ. ἀβταρία Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβιτζοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Τουρκ. avci. Ἡ ἀνάπτ. τοῦ ι εἰς τὸ ἀβιτζῆς δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ καὶ φωνητικῶς καὶ κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ οὐσ. ἄβι, ὃ πβ. Τὸ θηλ. ἀβταρία κατὰ τὰ πολλὰ εἰς –αρία θηλ. τῶν εἰς –άρις.

Σημασιολογία

1)Κυνηγὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Εἶναι καλὸς ἀβιτζῆς Κύθν. κ.ἀ. Κάνω τὸν ἀβιτζῆ Ἀπύρανθ. Ἀβιτζοῦ κάττα (γαλῆ κυνηγοῦσα τοὺς ποντικοὺς) αὐτόθ. Ἀβταρία κάττα Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.|| Παροιμ. Τ᾿ ἀβτζῆ τοὺ πιˬάττου ἰννεˬὰ φουρὲς ἀδε͜ιανὸ τσὶ μιˬὰ ᾿μᾶτου (ὅτι εἶναι ἀβέβαιοι οἱ ἐκ τοῦ κυνηγίου πόροι τοῦ κυνηγοῦ. Ἡ παροιμ. παραλλαγὴ μεσαιωνικῆς, ἣν ἰδ. παρὰ Πλανούδ. ἀριθ. 187) Λέσβ. β)Καλὸς σκοπευτὴς Μεγίστ. Πελοπν. (Βασαρ.) 2)Ἐπιτήδειος πρὸς ἐκτέλεσιν ἔργου τινὸς Στερελλ.2)Ἐπιτήδειος πρὸς ἐκτέλεσιν ἔργου τινὸς Στερελλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/