ἄδε͜ια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδε͜ια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄδε͜ια ἐπίρρ. Καππ. ἄδ Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄδειος.

Σημασιολογία

1) Ἀέργως Πόντ. (Ὄφ.): Μὴ στέτσῃς ἄδ (μὴ στέκῃς ἄεργος) Ὄφ. Ὅλ’ ἡμέρα ἄδ στέκουμαι αὐτοθ. β) Ἡσύχως Πόντ. (Ὄφ.): Ἄδ στὰ (στάσου). Ἄδ κάθ’ (κάθησε). 2) Ἀνωφελῶς, μάτην Καππ.: ᾎσμ. Πολέμ’σαν ἄδε͜ια, πολέμ’σαν, κιˬ ἀπέσω δὲν τὰ πῆραν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/