ἀβτζιλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβτζιλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβτζιλίκι τό, ἀμάρτ. ἀβτζιλί᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀβτιλίκ᾿ Πόντ. (Χαλδ.) ἀβτιλούγ᾿ Πόντ. (Χαλδ.) ἀβτιλούχ᾿ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τουρκ. avcilik.
Σημασιολογία
Κυνήγιον ἔνθ᾿ ἀν.: Πάω ᾿ς σ᾿ ἀβτιλούχ᾿ Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA