ἀγριογλαρώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριογλαρώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριογλαρώνι τό, Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. γλαρώνι.
Σημασιολογία
Εἶδος μακραύχενος, μακρόποδος καὶ ἀδηφάγου λάρου. Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἰσχνοῦ καὶ μακρολαίμου, λαιμάργου καὶ ἀμάσητον καταβροχθίζοντος τὴν τροφὴν ἢ ἐπὶ πλεονέκτου. Πβ. Ἀριστοφ. Νεφ. 591 «Κλέωνα τὸν λάρον» καὶ Parod. Graec. 61 (ἔκδ. PBrandt) «πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA