ἀδε͜ιανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδε͜ιανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδε͜ιανὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀειδανὸς Πελοπν. (Λάκων) ἀδκε͜ιανὸς Κύπρ. ’δε͜ιανὸς Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄδειος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ανός. Πβ. λεῖος-λε͜ιανὸς κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 117. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

1) Ὁ σχολάζων, ὁ ἔχων ἄδειαν, ἀργός, εὔκαιρος σύνηθ.: Δὲν εἶμαι ἀδε͜ιανὸς σήμερα νὰ πά’ νὰ δγιˬῶ τ’ ἀμπέλι Βιθυν. (Κατιρ.) Εἶν᾿ ἀδε͜ιανὸ τὸ κωπέλλι σου νὰ πάῃ σ᾿ ἕνα θέλημα; Κεφαλλ. Εἶν᾿ ἀδε͜ιανὸ τὸ ζῷο νὰ κάμῃ ἕν’ ἀγώι; αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀδε͜ιανὸς καλόγερως ἔγραφε κιˬ ἀπέγραφε (ἐπὶ τοῦ ἀέργου, ὅστις κατατρίβει τὸν καιρόν του εἰς ἀλυσιτελῆ ἔργα διὰ νὰ φαίνεται πολυάσχολος) Λευκ κ.ἀ. Ἀδε͜ιανὸς καλόγερως μυῖγες ἐκοντάρευε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Ἀδκε͜ιανὸς ἀρκάτης θωρεῖ κολο͜ιοὺς ’ς τὸ πέλαος Κύπρ. Συνών. *ἀδε͜ιασάρις, *ἀδε͜ιασερός, ἀδε͜ιᾶτος 1, ἄδε͜ιος 1, εὔκαιρος. 2) Κενὸς συνηθ.: Ἄδε͜ιανή στάμνα, ἀδε͜ιανὸ βαρέλλι-πιάττο κττ. Πάει κ᾿ ἔρχεται μὲ τὰ χέριˬα ἀδε͜ιανὰ σύνηθ. || Φρ. Ἀδε͜ιανὸς κουνάμενος ἐγύρισε (μὲ κενὰς τὰς χεῖρας) Κεφαλλ. Βρῆκα τὸ μπελᾶ μου ᾿ς ἀδε͜ιανη μερεὰ (ἀναιτίως) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ψ’κή, ’δε͜ιανός! (ψυχῆ, κἀνείς!) Μακεδ. (Βελβ.) || Παροιμ. Ἀδε͜ιανὰ τὰ χέρια σου, κακὸ εἶν᾿ τὸ ποδιˬακό σου (ὅταν ἔρχεσαι μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, θ’ ἀποτύχῃς) ᾽Ιόνιοι Νῆσ. Ἄδε͜ιανὸ βαρέλλι φίλο δὲν πιˬάνει (ὅτι ἐκεῖνος γίνεται φίλος μας, ὅστις προσδοκᾷ παρ᾿ ἡμῶν χάριτας) Πελοπν. (Γορτυν.) Σακκὶ ἀδε͜ιανὸ δὲ στέκει ὁλόρτο (ὅτι ἡ μωρία τῶν ἀνθρώπων σὺν τῷ χρόνῳ ἀποκαλύπτεται) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Νὰ σοῦ τσακίσω τὸ σταμνὶ ǀ νὰ πάς ᾿ς τὴ μάννα σ᾿ ἀδε͜ιανὴ Ἤπ. Συνών. ἀδειᾶτος 2, ἄδειος 2, εὔκαιρος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀδε͜ιανὸ Σῦρ. ’Δε͜ιανὸ Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/