ἀγουράδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουράδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγουράδα ἡ, Εὔβ. (Κονίστρ.) Σῦρ. Χίος – Λεξ. Κομ. ἀγγουράδα Χίος (Βολισσ.) ἀgουράδα Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἰδιότης τοῦ ἀώρου καρποῦ, στρυφνότης Εὔβ. (Κονίστρ.) – Λεξ. Κομ.: Τὸ κρασὶ φέρνει μιˬὰ ἀγουράδα Κονίστρ. Πβ. ἀγουροφέρνω. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀγουριˬά, ἀγουρίλα, στυφάδα. 2)Τόπος σκληρὸς ἢ πετρώδης ἀκατάλληλος πρὸς καλλιέργειαν Κρήτ. β)Ὁ ὁπωσδήποτε μὴ δυνάμενος νὰ καλλιέργηθῇ τόπος ἢ μὴ καλλιεργηθεὶς παρ᾿ ἄλλον καλλιεργημένον, ὡς ὁ περὶ τὰ δένδρα ἢ ὁ παρὰ τὸν φράκτην Κρήτ. Σῦρ. Χίος: Ἐκάμαμε τὸ χωράφι, ἀλλὰ δὲ dὸ κάμαμε καλά, μᾶς ἔμειναν ἀgουράδες Κρήτ. Νὰ μὴ gάνῃς ἀγουράδες (νὰ μὴ ἀφίνῃς μέρη ἀκατέργαστα) Σῦρ. Συνών. μεσαρεˬά, παραβόλα, χερσάδα. γ)Αὖλαξ Χίος: Φρ. Χαλῶ τοὶς ἀγουράδες (ἰσοπεδώνω τὰς ὑπὸ τοῦ ἀρότρου γενομένας αὔλακας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/