ἀδε͜ιασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδε͜ιασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδε͜ιασιˬὰ ἡ, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδε͜ιάζω.

Σημασιολογία

1) Σχολή, εὐκαιρία, καιρός: Μωρ’ ἀδε͜ιασιˬὰ πὄχει αὐτός! (εὐκαιρεῖ διὰ πᾶσαν ἐνασχόλησιν). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄδεια 3. 2) Ἡ πρᾶξις τοῦ κενοῦν, ἡ κένωσις: Τό ᾿καμε ἀδε͜ιασιˬὰ τὸ σπίτι (τὸ ἀδε͜͜ιασε καὶ ἔφυγε). Ἡ ἀδε͜ιασιὰ εὐτεινοῦ τοῦ βαρελλιˬοῦ θὰ γένῃ σὲ τρεῖς μῆνες. 3) Κενὸς χῶρος, εὐρυχωρία: Ἔχει ἀδε͜ιασιˬὲς αὐτὸς (ἔχει εὐρυχωρίαν). Συνών. ἄδεια 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/