ἀδείασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδείασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδείασμα τό, Λεξ. Γαζ. (λ. ἐκκένωσις) ἄδε͜ιασμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄdε͜ιασμα Ἀπουλ. ἄdε͜ιαμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδειάζω.

Σημασιολογία

1) Βραδύτης, χρονοτριβὴ Ἀπουλ. Μπόβ. 2) Κένωσις Λυκ. (Λιβύσσ) –Λεξ. Γαζ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/