ἀδείλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδείλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδείλιˬαστος ἐπίθ. Εὔβ (Κάρυστ.) –Λεξ. Γαζ. (λ. ἄτρομος) ἀδείλιˬαστους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δειλιˬαστὸς<δειλιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἄτρομος, ἄφοβος, τολμηρὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἀδείλιˬαστο παλληκάρι Κάρυστ. Τοὺ μάτ᾿ αὐτ’νοῦ εἶνι ἀδείλιˬαστου Αἰτωλ. Συνών. ἀτρόμαχτος, ἀτρόμητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA