ἀβυζάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβυζάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβυζάλιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀβυζάλιχτος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀβυζάλιγος Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βυζαλίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ θηλάσας, ὁ ἀθήλαστος ἔνθ᾿ ἀν.: Μωρὸν ἀβυζάλιστον Τραπ. Μωρὸ ἀβυζάλιγο Ὄφ. Συνών. ἀβύζαχτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA