ἀγουρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουρεύω Νάξ. ἀουρεύω Νάξ. ἀgουρεύγω Κρήτ. Μέσ. ἀουρεύγομαι Νάξ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος. Πβ. ἀρχ. ὀξὺς-ὀξύνω, παροξύνω.
Σημασιολογία
1)Δίδω ἀφορμὴν εἴς τινα νὰ δυσαρεστηθῇ, ἰδίᾳ εἰς βρέφος νὰ κλαίῃ Νάξ.: Ἐούρεψές το παιδί. Θὰ τ᾿ ἀουρέψῃς, μόν᾿ ἄσε το. 2)Ἐπὶ τραύματος, ἕλκους κττ. ἀμτβ. ἐρεθίζομαι Κρήτ.: Ἀgούρεψὲνε ἡ πληγή. 3)Μέσ. μισῶ, ἐχθρεύομαι, ἀντιπαθῶ Νάξ.: Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον τὸν ἀουρεὐγομαι. Εἶμαι ἀουρεμένος (θυμωμένος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA