ἀγουριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγουριˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μεσσ. Μεσσήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος. Πβ. ἀρχ. ἀωρία.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἰδιότης τοῦ ἀώρου, τὸ νὰ εἶναί τι ἄωρον ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀγουράδα, ἀγουρίλα, στυφάδα. 2)Ἄωρος καρπὸς Πελοπν. (Μεσσ.): Μὴν τρώτε ἀγουριˬές. Τὰ σταφύλιˬα ᾿κόμα εἶναι ἀγουριˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA