ἀβύζωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβύζωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβύζωτος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 29.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βυζώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀποκτήσας ἀκόμη βυζιά, μόνον ἐπὶ κορασίου, τοῦ ὁποίου δὲν ἀνεπτύχθησαν εἰσέτι οἱ μαστοί: Ποίημ. Καὶ δυˬὸ μικρὲς κιˬ ἀβύζωτες χλωρὰ βοτάνιˬα κόβουν, χλωρὰ κιˬ ἀδροσοβόλητα, τὰ στήθηˬα νὰ γυτέψουν γιˬὰ νὰ βυζώσουν ἔνωρα καὶ νὰ γοργομεστώσουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/