ἀδείπνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδείπνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδείπνητος ἐπίθ. Αἴγιν. Ἄνδρ. Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀδείπνητε Τσακων. ἀδείπνιστος Κρήτ. ἀδείπνιστους Μακεδ. ἀδείπνιγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δειπνητὸς<δειπνῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀδείπνιστος ἐκ τοῦ *δειπνιστὸς<δειπνίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δειπνήσας ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶ ἐκοιμήθηκεν ἀδείπνητο Κρήτ. ᾽Εψὲς ἔπεσε ἀδείπνητος ὀ καῃμένος! Παξ. ’Κε͜ιό, πέρασι ἡ ὥρα πουλὺ κ’ εἶσι ἀδείπνιγους ἀκόμα; Αἰτωλ. Ἐκιˬοῦβα ἀδείπνητε (ἐκιˬοῦβα=ἐκοιμήθην) Τσακων. || Γνωμ. Ὁποῦ φοβᾶται τὸ Θεὸ ἀδείπνητος δὲ μένει Σῦρ. Χίος κ.ἀ. Ὅπο͜ιος ἔχει πολλὰ ἀφεντικὰ ἀδείπνητος πομένει Χίος ’Πο͜ιὸς καρτερεῖ ᾽ς τὴ γειτονιˬὰ ἀδείπνητος κοιμᾶται Αἴγιν. Συνών. ἄδειπνος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA