ἀδεκαρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδεκαρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀδεκαρία ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδέκαρος.
Σημασιολογία
Ἡ παντελὴς ἔλλειψις χρημάτων: Ἔχω μιˬὰ ἀδεκαρία ποῦ δὲν ξέρω τί θὰ γίνω! Συνών. ἀπενταρία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA