ἀγουριδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουριδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουριδιˬάζω ἀμάρτ. ἀγουρ᾿διˬάζω Πελοπν. (Συˬκεὰ Κορινθ.) ἀγ᾿ριδιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀgουριδιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγουρίδα.
Σημασιολογία
1)Μετβ. καθιστῶ τι ὄξινον διὰ τοῦ χυμοῦ τῆς ἀγουρίδας, οἷον τὸ φαγητὸν κττ. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Ἀμτβ. γίνομαι ἀγουρίδα, ἐπὶ τῆς σταφυλῆς, ὅταν τὸ ἄνθος μεταβάλλεται εἰς καρπὸν ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶν᾿ ἀπάν᾿ πὄπισαν τ᾿ ἄνθ᾿ κιˬ ἀγ᾿ριδιˬάζ᾿νι τ᾿ ἀμπέλιˬα Αἰτωλ. 3)Ὑφίσταμαι ἀτελῆ ἕψησιν, ἐπὶ λαχάνων κττ. μαγειρευομένων μὲ ἀνεπαρκῆ πυρὰν καὶ μὴ ἑψομένων καλῶς Πελοπν. (Συˬκεὰ Κορινθ.): Ἀγουρ᾿διˬάζουν τὰ κολοκύθιˬα. Συνών. σκοινιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA