ἀδέξιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδέξιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀδέξιˬα ἐπίρρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. Στερελλ. (Αἰτωλ) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀδέξ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδέξιˬος.

Σημασιολογία

1) Διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως διὰ τῆς δεξιᾶς Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀδέ δουλεύ’ (ἐργάζεται) Χαλδ. Συνών. ζερβά. 2) Ἀνεπιτηδείως, κακῶς, ἀκαταλλήλως Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Ἀδέξιˬα τὰ λέει αὐτεῖνους Αἰτωλ. Δὲν εἶνι ἀδέξιˬα ᾿ς τοὺ χουριˬό μας αὐτόθ. Ἀδεξιˬα εἶναι νὰ πάρῃς τέτο͜ια κωπέλλα! (ἄσχημα εἶναι κτλ.) Παξ. || Φρ. Κακὰ κιˬ ἀδέξιˬα (ἐν χειρίστη καταστάσει) Κεφαλλ. Κρήτ. Συνών. ἄσκημα, ἀντίθ. ἐπιδέξιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/