ἀγριοκαίρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκαίρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοκαίρι τό, Ἤπ. ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,217 καὶ 3,182 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ΚΠαλαμ. Τάφ.2 39 ΧΧριστοβασ. Τιμ. 13 καὶ Διηγήμ. στάν. 11 ἀγριουκαίρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριόκαιρος.
Σημασιολογία
Θυελλώδης καιρὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἔκανε φοβερὸ ἀγριοκαίρι Ἤπ. || Ποίημ. ’Σ τῆς νεˬότης τὰ ψηλώματα περνᾷ τ’ ἀγριοκαίρι, ποῦ κἄπου κἄπου ἀνέλπιστα τὸν οὐρανὸ σκεπάζει ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2,217 Σὰ λύκοι ἐτρέχαν ’ς τὰ βουνὰ μὲ χιˬόνιˬα, μ’ ἀγριοκαίριˬα αὐτόθ 3,182.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA