ἀγριοκαλαμεˬῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκαλαμεˬῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριοκαλαμεˬῶνας ὁ, ἀμαρτ. ἀρκοκαλαμεˬῶνας Κύπρ. ἄρκη-καλαμεˬῶνας Κύπρ. ἀκροκαλαμεˬῶνας Κάρπ. Κύπρ. ἀδροκαλαμεˬῶνας Λαογρ. 6 (1917) 402 ἀντροκαλαμεˬῶνας Κύπρ. ἀκροκαλαμνεˬῶνας Κάρπ. ἄντρη-καλαμεˬῶνας Ρόδ. ἀκροκαραμνεˬῶνα ἡ, ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. καλαμεˬῶνας. Διὰ τὴν σύνθεσιν πβ. καὶ τοπων. Ἀρκοκαλάμιν (Ἀγριοκαλάμι) ἐν Κύπρ. Διὰ τὸ α’ συνθετ. τοῦ τύπ. ἀρκοκαλαμεῶνας πβ. ἄρκος παρὰ τὸ ἄγριος. Ὁ τύπ. ἀκροκαλαμεˬῶνας ὀφείλεται ἴσως εἰς τὴν ἐπίδρασιν τῆς λ. ἄκρα τῆς ἐν τῷ αὐτῷ στ. μετὰ τῆς λ. ἀκροκαλαμεˬῶνας φερομένης. Οἱ λοιποὶ προῆλθον ἴσως κατὰ παρετυμ. διὰ λήθην ἐτύμου.
Σημασιολογία
Ἄγριος καλαμών, καλαμὼν ἐξ αὐτοφυῶν καλάμων ἔνθ’ ἀν.: Ἄμε καὶ νὰ πᾶς ὁ νιὸς ἔφτασεν ἕναν ἀρκοκαλαμεῶναν. ᾿Ετεῖ ἀκούει μίαν μεάλην σφυρκάν, ὅπου ἐξέβαινεν ἀπὸ τὸν ἀρκοκαλαμεˬῶναν (διαρκῶς βαδίζων ὁ νέος ἔφθασεν εἰς ἕνα ἀγριοκαλαμεˬῶνα, ἐκεῖ ἀκούει ἕνα ἰσχυρὸν συριγμὸν ἐξερχόμενον ἀπὸ τὸν ἀγριοκαλαμεˬῶνα. Ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. || ᾊσμ. Κάτω ’ς τὲς νάκρες τῶν νακρῶν, ᾿ς τὸν ἀκροκαλαμεˬῶναν, τεῖ μέσα ἔν’ ποῦ γύριζα ταὶ νύχταν ταὶ ἡμέραν αὐτόθ. Γιˬαλὸ γιˬαλὸ ἐιάαινα, γιˬαλὸν ὥς περιάλι, τὴν ἄκρα τὴν ἀκροαλιˬὰ τὸν ἀκροκαλαμεˬῶνα (ἐιάαινα=ἐδιάβαινα, ἀκροαλιˬὰ=ἀκρογιαλιὰ) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA