ἀδερμώνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερμώνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδερμώνιστος ἐπίθ. Ἄθ. ἀδιρμώ’τους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀδριμώ’τους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀριμώ’στους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δερμωνιστὸς<δερμωνίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κοσκινισθεὶς μὲ δερμώνι, ἤτοι ἀραιὸν κόσκινον ἔνθ’ ἄν.: Ἀδιρμώ’στου τό ’χω τοὺ ’τάρ’ Χαλκιδ. Ἀριμώ’τους ἔμ’νι οὑ σπόρους σπορους Αἰτωλ. Ἀριμώ’στου σ’ταρ μὴν τοὺ πάς ’ς τοῦ μύλου Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/