ἀδερφᾶτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφᾶτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδερφᾶτο τό, ἀδελφᾶτο Ἄθ. Δαρδαν. Θρᾴκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σκίαθ. ἀδιλφᾶτου Μακεδ. (Καταφύγ. Χαλκιδ.) ἀδερφᾶτο Δαρδαν. Κεφαλλ Παξ. Χίος ἀδιρφᾶτου Λέσβ. ἀδρεφᾶτο Βιθυν. Παξ. ἀδριφᾶτου Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ ἀδελφᾶτον.

Σημασιολογία

1) Ἀδελφότης, σύλλογος, σωματεῖον θρησκευτικὸν ἢ φιλανθρωπικὸν Βιθυν. Δαρδαν. Θρᾴκ. Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ. Χαλκιδ.) κ.ἀ. Συνών. ἀδερφοσύνη. 2) Οἱ ἔξω τῶν μονῶν μοναχοὶ οἱ ἀντὶ χρηματικοῦ ποσοῦ λαμβάνοντες παρ᾿ αὐτῶν οἴκημα καὶ ὡρισμένα τρόφιμα Ἄθ. Πβ. καθισματάρις. 3) Οἱ συνεισφέροντες, συνήθως ὁμότεχνοι ἄνδρες, ἐνίοτε δὲ καὶ γυναῖκες, πρὸς ἑορτασμὸν ἁγίου τινὸς Δαρδαν. Θρᾴκ. Χίος κ.ἀ. β) Ἡ συνεισφορὰ, ἣν ὀφείλει νὰ καταβάλῃ τις Χίος. γ) Ἡ λειτουργία ἡ τελουμένη ὑπὸ συντεχνίας ἢ σωματείου τινὸς Λέσβ. Χίος: Σήμιρα ᾽ς τοὺν ἅγι-Διουμήδ’ ἔ’ ἀδιρφᾶτου Λέσβ. 4) Ἡ ἐπιτροπεία ἡ διευθύνουσα καὶ διαχειριζομένη περιουσίαν ναοῦ, νοσοκομείου ἢ φιλανθρωπικοῦ καταστήματος Ἀθῆν. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. 5) Συνήθως πληθ., τὰ ἐκ πατρικῆς κληρονομίας μερίδια ἀκινήτου κτήματος ἑκάστου τῶν ἀδελφῶν Λέσβ.: Ἀυτὰ τὰ χουράφιˬα γραμμὴ εἶν᾿ ἀδιρφᾶτα. Συνών. ἀδελφομοίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/