ἀγουροδροσερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουροδροσερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγουροδροσερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Δίβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ὀν. ἄγουρος καὶ δροσερός.
Σημασιολογία
Δροσερός, ἀκμαῖος, εὔρωστος: ᾎσμ. Ἄγουρε, ἀγουροδροσερέ, κρουσταλλοβραχιˬονᾶτε, ἀκούς τί σοῦ παράγγειλε ἡ ἀγαπητικε͜ιά σου;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA